Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

"Επέστρεψα επιτελούς"

“Επέστρεψα επιτέλους” σκέφτηκε ο Γιάννης όταν γυρισε σπίτι του. Αυτό σκέφτεται κάθε μέρα καθώς περνάει τη μεγάλη ξύλινη πόρτα που χωρίζει το χολ του από το διάδρομο του 3ου ορόφου της 5όροφης πολυκατοικίας όπου διαμένει. Οταν επιτέλους επιστρέφει από τη δουλειά οχτάωρης απασχόλησης η οποία κάποιες φορές μπορεί να γίνει και δεκάωρη ίσως και δωδεκάωρη.

Ετσι κουρασμένος ετοιμάζει κάτι να φάει και κάθεται στον καναπέ στο μικρό σαλόνι του. Ανοίγει την τηλεόραση του με σκοπό να ξεκουραστεί και σωματικά αλλά και να ξεφύγει λίγο το μυαλό του από την καθημερινότητα. Ωστόσο αντιλαμβάνεται ότι με το να παρακολουθεί ειδήσεις ή εκπομπές που γεμίζουν την οθόνη της 20αρας τηλεόρασης του με αμέτρητα παράθυρα είναι χειρότερο.

Ο πονοκέφαλος δεν άργησε να έρθει ενώ έψαχνε απεγνωσμένα να βρει μια λύση για να περάσει την ώρα μιας και η περίπτωση του ύπνου ήταν μέχρι στιγμής αδύνατη. “Ας καθίσω λίγο λίγο στο pc να σκοτώσω καμιά ώρα” σκέφτηκε. Ετσι αρχίζει να κατευθύνεται προς το υπνοδωμάτιο και κάθεται στο γραφείο. Η κατάσταση του χειροτέρευε. Ο πονοκέφαλος μεγάλωνε ενώ ένιωθε εγκλωβισμένος στους τέσσερις τοίχους.

Αποφασίζει να πάει στο μπάνιο με σκοπό να πάρει κάποιο παυσίπονο για να σταματήσει ο αφόρητος πόνος που του τρυπούσε το μυαλό. Ανοίγει το πρώτο ντουλάπι τίποτα. Δεύτερο τρίτο τίποτα. Ούτε ασπιρίνη για δείγμα. Τα νεύρα του αρχίζουν να φτάνουν στα όρια τους όταν καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να ξεφύγει από την μιζέρια που περνάει κάθε βράδυ. Ούτε η τηλεόραση βοήθησε αλλά ούτε και ο Η/Υ. Θα μπορούσε να πάει μια βόλτα με τους φίλους του αλλά τελειώνει τη δουλειά αρκετά αργά με αποτέλεσμα να μην έχει ούτε αυτή την επιλογή. Σκέφτηκε “Θα διαβάσω ένα βιβλίο” αλλά ποτέ δεν ήταν λάτρης του συγκεκριμένου σπορ με αποτέλεσμα η βιβλιοθήκη του να έχει πιο πολλά DVD παρά βιβλία.

Εριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του μήπως και ηρεμήσει. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και έβλεπε το πραγματικό του εαυτό εγκλωβισμένο σε ένα είδωλο που δεν αναγνώριζε. Εκείνη τη στιγμή αρχίζει να τα χάνει. “ΟΧΙ. Δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτό” άρχισε να φωνάζει δυνατά. “Θέλω να είναι ελεύθερος. Να αποφασίζω εγώ για μένα και να μην εξαρτώμαι από κανέναν”. Επειτα από αυτό το ξέσπασμα αρχίζει να τον καταβάλει όλη η κούραση της ημέρας. Ετσι ξαπλώνει στο διπλό κρεβάτι του ενώ τον έπαιρνε σιγά σιγά ο ύπνος.

Το επόμενο πρωί ξυπνάει για να πάει για άλλη μια μέρα στη δουλειά. Ετοιμάζεται βγαίνει από την πολυκατοικία, παίρνει το αμάξι του και κατευθύνεται προς την εταιρεία όπου και εργάζεται. Μπαίνει αφήνει τα πράγματα του στο γραφείο του και ετοιμάζει τον καθιερωμένο πρωινό καφέ του. Εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα και μπαίνει απροειδοποίητα ο διευθυντής.
“Καλημέρα Γιάννη”
“Καλημέρα κύριε διευθυντά”
“Το πρότζεκτ που λέγαμε χθες το έχεις έτοιμο;”
“Το τελειώνω δεν θα μου πάρει πολύ”
“Ναι αλλά η προθεσμία ήταν μέχρι χθες”
“Το ξέρω αλλά είχα κάποιες επιπλοκές”
“Δεν με νοιάζει το είχα ζητήσει χθες και το ήθελα χθες. Σήμερα θα κάτσεις υπερορία μέχρι να το τελειώσεις”.
Εκείνη την ώρα στο μυαλό του Γιάννη ήρθαν όσα σκεφτόταν χθες σπίτι του. Αρχίζει να “φορτώνει” και αντιλαμβάνεται πως δεν θα είναι ψύχραιμος για πολύ ακόμη.
“Κύριε διευθυντά αν δεν με αγχώνατε θα το είχα ετοιμάσει κιόλας”
“Εγώ σε αγχώνω. Αχρηστε ε άχρηστε. Που δεν μπορείς ούτε απλά πράγματα να φέρεις εις πέρας”
Η υπομονή του Γιάννη εξαντλήθηκε. Η μπουνιά με κατεύθυνση το δεξί μάγουλο του αφεντικού έφυγε χωρίς να το καταλάβει. Αποτέλεσμα ήταν η απόλυση του. Βγαίνει από το τεράστιο κτήριο της εταιρίας γεμάτος ενέργεια και με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά. Επιτέλους είχε καταφέρει έστω για μια φορά να αντισταθεί χωρίς να έχει το μυαλό του στις συνέπειες. Πλέον ήταν ελεύθερος χωρίς κανένα περιορισμό.

Εχουν περάσει έξι μήνες και ο Γιάννη ακόμα δεν έχει βρει δουλειά. Επίσης δεν έχει και μεταφορικό μέσο αφού το αυτοκίνητο κατασχέθηκε λόγω έλλειψης χρημάτων για πληρωμή των δόσεων ενώ η προθεσμία για την εξόφληση του δανείου του σπιτιού λήγει αύριο. Το πιο πιθανό είναι να του πάρουν και το διαμέρισμα όπου έχτιζε όλα του τα όνειρα.

Εχουν περάσει άλλοι έξι μήνες με τον Γιάννη πλέον να ζει σε παγκάκια, ζητιανεύει και έρχεται συνέχεια αντιμέτωπος με αρκετούς κινδύνους. Ευτυχώς έχει βει μια πλατεία στην οποία έχει “καβατζώσει” ένα παγκάκι εδώ και καμιά βδομάδα. Ωστόσο έχει αρχίσει να βαριέται και πάλι από την καθημερινότητα. Εδώ και και τρεις μήνες παρόμοια πράγματα χωρίς αντίκρισμα. Μέχρι που ήρθε η Δευτέρα. Μια καινούργια μέρα ξημέρωσε για τον Γιάννη. Με τους ίδιους κινδύνους και τις ίδιες καταστάσεις.

Βράδυ Δευτέρας και ο Γιάννης επιστρέφει στο παγκάκι του. “Επέστρεψα επιτέλους” σκέφτηκε.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου